- ποδανιπτήρ
- ποδα-νιπτήρ, ῆρος, ὁ, u. ποδα-νίπτρα, ἡ, Gefäß, Wanne, die Füße darin zu waschen, Fußbecken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ποδανιπτήρ — vessel for washing the feet in masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδανιπτῆρ' — ποδανιπτῆρα , ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc acc sg ποδανιπτῆρι , ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc dat sg ποδανιπτῆρε , ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδανιπτήρ — και ποδονιπτήρ, ῆρος, ὁ, Α λεκάνη για το πλύσιμο τών ποδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νιπτήρ (< νίζω / νίπτω). Ο τ. ποδανιπτήρ κατά το ποδάνιπτρον*, ενώ ο τ. ποδονιπτήρ είναι μτγν.] … Dictionary of Greek
ποδανιπτῆρα — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδανιπτῆρας — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδανιπτῆρι — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδανιπτῆρος — ποδανιπτήρ vessel for washing the feet in masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδανιπτηρίδιον — τὸ, Α [ποδανιπτήρ] λεκανάκι για το πλύσιμο τών ποδιών … Dictionary of Greek
ποδονίπτα — ἡ, Μ ο ποδανιπτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + νίζω/νίπτω] … Dictionary of Greek
ποδονιπτήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ βλ. ποδανιπτήρ … Dictionary of Greek
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek